φιλοπαιγμοσύνη

φιλοπαιγμοσύνη
η, ΝΑ [φιλοπαίγμων, -ονος]
η ιδιότητα τού φιλοπαίγμονος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • φιλοπαιγμοσύνη — love of play fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευτραπελία — η (Α εὐτραπελία) [ευτράπελος] το ήθος, η ιδιότητα τού ευτράπελου, αστειότητα, αστεϊσμός, φιλοπαιγμοσύνη, ειρωνική διάθεση ή έκφραση, χιούμορ αρχ. 1. στον πληθ. αἱ εὐτραπελίαι η ευθυμία, οι αστειότητες 2. (με κακή σημ.) βωμολοχία …   Dictionary of Greek

  • παικτικός — παικτικός, ή, όν (Α) [παικτός] 1. αυτός που αγαπάει τα παιχνίδια 2. περιπαικτικός, περιγελαστικός 3. το ουδ. ως ουσ. τό παικτικόν η φιλοπαιγμοσύνη, η περιπαικτικότητα. επίρρ... παικτικῶς (Μ) αστεία, περιπαικτικά, χάριν αστεϊσμού …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”